Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
View word page
σύγκοσμος
σύγκοσμ-ος
,
ὁ
,
A).
fellow
-
κόσμος
, at Praesus,
SIG
524.3
(iii B.C.),
Historia
5.226
.
ShortDef
fellow
Debugging
Headword:
σύγκοσμος
Headword (normalized):
σύγκοσμος
Headword (normalized/stripped):
συγκοσμος
IDX:
97879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97880
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκοσμ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span>-<span class="foreign greek">κόσμος</span>, at Praesus, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 524.3 </span> (iii B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Historia</span> 5.226 </span>.</div> </div><br><br>'}