Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
View word page
συγκορύφωσις
συγκορῠ/φ-ωσις, εως, ,= συγκεφαλαίωσις, ib. 25 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκορύφωσις
Headword (normalized):
συγκορύφωσις
Headword (normalized/stripped):
συγκορυφωσις
IDX:
97876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97877
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκορῠ/φ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">συγκεφαλαίωσις</span>, ib.<span class="bibl"> 25 </span>.</div><br><br>'}