Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
View word page
συγκόρυφος
συγκόρῠφ-ος, ον,
A). with the vertices joined, κῶνοι Arist. Pr. 912b18 .


ShortDef

with the vertices joined

Debugging

Headword:
συγκόρυφος
Headword (normalized):
συγκόρυφος
Headword (normalized/stripped):
συγκορυφος
IDX:
97874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκόρῠφ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with the vertices joined</span>, <span class="quote greek">κῶνοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:912b:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:912b.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 912b18 </a> .</div> </div><br><br>'}