Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
συγκοτταβίζω
συγκουφίζω
συγκραδαίνω
View word page
συγκορδυλέομαι
συγκορδῠλέομαι, Pass.,
A). to be wrapped close up, συγκεκορδυλημένος Phot. (-δημένα cod.), cf. Hsch. (-λιμένα cod.).


ShortDef

to be wrapped close up

Debugging

Headword:
συγκορδυλέομαι
Headword (normalized):
συγκορδυλέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκορδυλεομαι
IDX:
97872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκορδῠλέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be wrapped close up</span>, <span class="quote greek">συγκεκορδυλημένος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (<span class="foreign greek">-δημένα</span> cod.), cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-λιμένα</span> cod.).</div> </div><br><br>'}