Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
συγκόσμησις
σύγκοσμος
View word page
συγκοπτός
συγκοπ-τός, , όν,
A). chopped up, λάχανα Ath. 9.373a .


ShortDef

chopped up

Debugging

Headword:
συγκοπτός
Headword (normalized):
συγκοπτός
Headword (normalized/stripped):
συγκοπτος
IDX:
97869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκοπ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chopped up</span>, <span class="quote greek">λάχανα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:9:373a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:9.373a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 9.373a </a> .</div> </div><br><br>'}