Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
συγκοσμέω
View word page
σύγκοπος
σύγκοπ-ος, ον,(
A). συγκοπή 111 ) falling down in a swoon, D.S. 3.57 .


ShortDef

falling down in a swoon

Debugging

Headword:
σύγκοπος
Headword (normalized):
σύγκοπος
Headword (normalized/stripped):
συγκοπος
IDX:
97867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκοπ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">συγκοπή</span> <span class="bibl"> 111 </span> ) <span class="tr" style="font-weight: bold;">falling down in a swoon</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:3:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:3.57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 3.57 </a>.</div> </div><br><br>'}