Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
συγκορύφωσις
View word page
συγκοπιάω
συγκοπ-ιάω,
A). to be a fellow-labourer, prob. in Supp.Epigr. 6.473 (Lycaonia, iv A.D.).


ShortDef

to be a fellow-labourer

Debugging

Headword:
συγκοπιάω
Headword (normalized):
συγκοπιάω
Headword (normalized/stripped):
συγκοπιαω
IDX:
97866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκοπ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a fellow-labourer</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 6.473 </span> (Lycaonia, iv A.D.).</div> </div><br><br>'}