Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
συγκορυβαντιάω
συγκόρυφος
συγκορυφόω
View word page
συγκοπιάτης
συγκοπ-ιάτης
[
ᾱ],
,
A).
fellow-labourer,
Sammelb.
343
,
1990
(Alexandria).
ShortDef
fellow-labourer
Debugging
Headword:
συγκοπιάτης
Headword (normalized):
συγκοπιάτης
Headword (normalized/stripped):
συγκοπιατης
IDX:
97865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97866
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκοπ-ιάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-labourer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 343 </span>,<span class="bibl"> 1990 </span> (Alexandria).</div> </div><br><br>'}