Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
συγκοπτός
συγκόπτω
συγκοπώδης
συγκορδυλέομαι
View word page
συγκομμάτιον
συγκομμάτιον, τό,= σκευασία τις παρὰ τοῖς ὀψαρτυταῖς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκομμάτιον
Headword (normalized):
συγκομμάτιον
Headword (normalized/stripped):
συγκομματιον
IDX:
97862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκομμάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σκευασία τις παρὰ τοῖς ὀψαρτυταῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}