Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
συγκομμάτιον
συγκονίομαι
συγκοπή
συγκοπιάτης
συγκοπιάω
σύγκοπος
συγκοπτικός
View word page
συγκομιστέον
συγκομ-ιστέον,
A). one must gather, collect, Hsch.


ShortDef

one must gather, collect

Debugging

Headword:
συγκομιστέον
Headword (normalized):
συγκομιστέον
Headword (normalized/stripped):
συγκομιστεον
IDX:
97858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97859
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκομ-ιστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must gather, collect</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}