Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
συγκομιστός
View word page
συγκολλήσιμος
συγκολλ-ήσιμος
,
ον
,
A).
glued together
,
τόμος ς
.
PGrenf.
2.41.18
(i A.D.);
βιβλείδια
POxy.
2131.4
(iii A.D.): Subst.
-ήσιμα,
, ib.
34 i 13
(ii A.D.), etc.
ShortDef
glued together
Debugging
Headword:
συγκολλήσιμος
Headword (normalized):
συγκολλήσιμος
Headword (normalized/stripped):
συγκολλησιμος
IDX:
97851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97852
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκολλ-ήσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">glued together</span>, <span class="foreign greek">τόμος ς</span>. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGrenf.</span> 2.41.18 </span> (i A.D.); <span class="quote greek">βιβλείδια</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 2131.4 </span> (iii A.D.): Subst. <span class="foreign greek">-ήσιμα,</span>, ib.<span class="bibl"> 34 i 13 </span> (ii A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}