Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
συγκομιστήρια
συγκομιστής
View word page
συγκόλλημα
συγκόλλ-ημα, ατος, τό,
A). connecting-rod, Thd. Ex. 38.11 , 12 ( 37.9 , 10 ).


ShortDef

connecting-rod

Debugging

Headword:
συγκόλλημα
Headword (normalized):
συγκόλλημα
Headword (normalized/stripped):
συγκολλημα
IDX:
97850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκόλλ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">connecting-rod</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 38.11 </span>,<span class="bibl"> 12 </span> (<span class="bibl"> 37.9 </span>,<span class="bibl"> 10 </span>).</div> </div><br><br>'}