Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκομιστέον
View word page
συγκολάπτω
συγκολάπτω,
A). hew in pieces, Aq. Le. 22.24 .


ShortDef

hew in pieces

Debugging

Headword:
συγκολάπτω
Headword (normalized):
συγκολάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκολαπτω
IDX:
97848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκολάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hew in pieces</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 22.24 </span>.</div> </div><br><br>'}