Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκολυμβάω
View word page
σύγκοιτις
σύγκοιτ-ις
,
ιδος
, pecul. fem. of sq.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σύγκοιτις
Headword (normalized):
σύγκοιτις
Headword (normalized/stripped):
συγκοιτις
IDX:
97845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97846
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκοιτ-ις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, pecul. fem. of sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}