Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
συγκολλητής
σύγκολλος
View word page
συγκοίτιον
συγκοίτ-ιον (sc. ἀργύριον), τό,
A). harlot's hire, Hsch.


ShortDef

harlot's hire

Debugging

Headword:
συγκοίτιον
Headword (normalized):
συγκοίτιον
Headword (normalized/stripped):
συγκοιτιον
IDX:
97844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκοίτ-ιον</span> (sc. <span class="foreign greek">ἀργύριον</span>), <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">harlot\'s hire</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}