Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
συγκόλλημα
συγκολλήσιμος
συγκόλλησις
View word page
συγκοιτάδιος
συγκοιτ-άδιος, ον,= σύγκοιτος, Hsch. (-τάλιος cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκοιτάδιος
Headword (normalized):
συγκοιτάδιος
Headword (normalized/stripped):
συγκοιταδιος
IDX:
97842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκοιτ-άδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">σύγκοιτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-τάλιος</span> cod.).</div><br><br>'}