Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολάπτω
συγκολλάω
View word page
σύγκοινος
σύγκοινος, ον,= κοινός, Schwyzer 197.70 (Crete, iii B.C.):
A). v. σύγκωμος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκοινος
Headword (normalized):
σύγκοινος
Headword (normalized/stripped):
συγκοινος
IDX:
97839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκοινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">κοινός</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 197.70 </span> (Crete, iii B.C.): <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύγκωμος</span> .</div> </div><br><br>'}