Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
συγκοιτάζω
συγκοίτιον
σύγκοιτις
σύγκοιτος
View word page
συγκοιμητής
συγκοιμ-ητής, οῦ, ,
A). bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί .


ShortDef

bedfellow

Debugging

Headword:
συγκοιμητής
Headword (normalized):
συγκοιμητής
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμητης
IDX:
97836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκοιμ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bedfellow</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐπευνακταί</span> .</div> </div><br><br>'}