Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλυδάζομαι
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
συγκοιτάδιος
View word page
σύγκοιλον
σύγκοιλον, τό,
A). hollow, combe, Inscr.Prien. 42.49 (ii B.C.).


ShortDef

hollow, combe

Debugging

Headword:
σύγκοιλον
Headword (normalized):
σύγκοιλον
Headword (normalized/stripped):
συγκοιλον
IDX:
97832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκοιλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hollow, combe,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Inscr.Prien.</span> 42.49 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}