Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλυδάζομαι
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμητής
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
σύγκοινος
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
View word page
συγκνισόομαι
συγκνῑσόομαι, Pass.,
A). to be stewed together with, συγκεκνισωμένων ζωμῷ κρεῶν Ath. 9.395f .


ShortDef

to be stewed together with

Debugging

Headword:
συγκνισόομαι
Headword (normalized):
συγκνισόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκνισοομαι
IDX:
97831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκνῑσόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be stewed together with</span>, <span class="quote greek">συγκεκνισωμένων ζωμῷ κρεῶν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:9:395f" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:9.395f/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 9.395f </a> .</div> </div><br><br>'}