Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλυδάζομαι
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
View word page
συγκλυδάζομαι
συγκλῠδάζομαι,= sq.: metaph., Iamb. VP 15.65 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκλυδάζομαι
Headword (normalized):
συγκλυδάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκλυδαζομαι
IDX:
97825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκλῠδάζομαι</span>,= sq.: metaph., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:15:65" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg001:15.65/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VP</span> 15.65 </a>.</div><br><br>'}