Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκληρόω
συγκλήρωσις
σύγκλησις
συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλυδάζομαι
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
συγκνισόομαι
σύγκοιλον
View word page
σύγκλισις
σύγκλῐσις,
A). v. σύγκλεισις 11.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκλισις
Headword (normalized):
σύγκλισις
Headword (normalized/stripped):
συγκλισις
IDX:
97822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97823
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκλῐσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύγκλεισις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:11:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:11.2/canonical-url/"> 11.2 </a>.</div> </div><br><br>'}