Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκληρόνομος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
σύγκλησις
συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλυδάζομαι
συγκλύζω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκλώθω
σύγκλωσις
View word page
σύγκλινος
σύγκλῑνος, ον,
A). sharing one's couch,= συγκλίτης, Men. 1070 .


ShortDef

sharing one's couch

Debugging

Headword:
σύγκλινος
Headword (normalized):
σύγκλινος
Headword (normalized/stripped):
συγκλινος
IDX:
97820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκλῑνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sharing one\'s couch</span>,= <span class="foreign greek">συγκλίτης</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0541.tlg001:1070" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0541.tlg001:1070/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Men.</span> 1070 </a>.</div> </div><br><br>'}