Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρόνομος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
σύγκλησις
συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
συγκλυδάζομαι
συγκλύζω
σύγκλυς
View word page
Ϲ
Σ
.
OGI
479.4
(Dorylaeum, ii A.D.): cf.
συγκλείς
.
3).
πρὸς τὴν ς
. dub. sens. in
PTeb.
5.197
(ii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ϲ
Headword (normalized):
σ
Headword (normalized/stripped):
σ
IDX:
97817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97818
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σ</span>. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 479.4 </span> (Dorylaeum, ii A.D.): cf. <span class="foreign greek">συγκλείς</span>. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-3"> <span><strong>3).</strong></span> <span class="foreign greek">πρὸς τὴν ς</span>. dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 5.197 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}