Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρόνομος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
σύγκλησις
συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
συγκλονέω
View word page
σύγκλησις
σύγκλησις, συγκλήω,
A). v. σύγκλεισις, συγκλείω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκλησις
Headword (normalized):
σύγκλησις
Headword (normalized/stripped):
συγκλησις
IDX:
97814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκλησις</span>, <span class="orth greek">συγκλήω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύγκλεισις, συγκλείω</span> .</div> </div><br><br>'}