Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρόνομος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
σύγκλησις
συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
σύγκλινος
συγκλίνω
σύγκλισις
συγκλίτης
View word page
συγκλήρωσις
συγκλήρ-ωσις, εως, ,=
A). consortium, Gloss.


ShortDef

consortium

Debugging

Headword:
συγκλήρωσις
Headword (normalized):
συγκλήρωσις
Headword (normalized/stripped):
συγκληρωσις
IDX:
97813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97814
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκλήρ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consortium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}