Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκλάω
συγκλείς
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
συγκληρονομέω
συγκληρόνομος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλήρωσις
σύγκλησις
συγκλητικός
σύγκλητος
Ϲ
συγκλινής
συγκλινίαι
View word page
συγκληρονομέω
συγκληρονομ-έω,
A). to be joint-heir, LXX Si. 22.23(29) .


ShortDef

to be joint-heir

Debugging

Headword:
συγκληρονομέω
Headword (normalized):
συγκληρονομέω
Headword (normalized/stripped):
συγκληρονομεω
IDX:
97809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκληρονομ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be joint-heir</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:22:23(29)" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:22.23(29)/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Si.</span> 22.23(29) </a>.</div> </div><br><br>'}