σύγκλεισις
σύγ-κλεισις, old Att. ξύγκλῃσις, εως , ἡ:(συγκλείω):—
A). shutting up, closing up (of a line of battle), ; 5.71 τῆς φάλαγγος ἡ ς. An. 1.4.3 ; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Od. 36 .
2). locking up, safe storage, σίτου PLond. 2.237.21 (iv A.D.).
II). a being closed, ἰσχυρὰν .. τὴν ς. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται has them closely locked together, Ti. 81b , cf. Loc.Hom. 6 ; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Spir. 484b22 ; locking of shields in χελώνη, Tact. 11.6 .