συγκλάω
συγ-κλάω,
A). break, break off, κλήματα Ec. 1031 , cf. , 14.13 HP 4.7.3 ; ὅπλον Ps. 45 ( 46 ). 10 ; of a bad carver, mangle, τὰ μέρη in Phdr. p.189 ; dub. sens. in Mus. p.23 K.:— Pass., of persons engaged in servile occupations, to be cramped or stunted, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας R. 495e ; οἱ δοῦλοι .. κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Tht. 173a ; of lines, Pr. 892a15 .