Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
συγκλείς
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
συγκληρία
View word page
συγκλασμός
συγ-κλασμός, ,
A). breaking, ἔθετο .. τὰς συκᾶς μου εἰς ς. LXX Jl. 1.7 .


ShortDef

breaking

Debugging

Headword:
συγκλασμός
Headword (normalized):
συγκλασμός
Headword (normalized/stripped):
συγκλασμος
IDX:
97798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-κλασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">breaking</span>, <span class="foreign greek">ἔθετο .. τὰς συκᾶς μου εἰς ς</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg039:1:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg039:1.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jl.</span> 1.7 </a>.</div> </div><br><br>'}