Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
συγκλείς
σύγκλεισις
σύγκλεισμα
συγκλεισμός
συγκλειστός
συγκλείω
συγκλέπτης
συγκλέπτω
View word page
σύγκλασις
σύγ-κλᾰσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
breaking
,
Thd.
Pr.
19.29
.
ShortDef
breaking
Debugging
Headword:
σύγκλασις
Headword (normalized):
σύγκλασις
Headword (normalized/stripped):
συγκλασις
IDX:
97797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97798
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγ-κλᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">breaking</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 19.29 </span>.</div> </div><br><br>'}