συγκίνησις
συγκῑ/ν-ησις, εως, ἡ,
A). commotion, τοῦ θερμοῦ Pr. 945b9 ; πάθος ψυχῆς ς. ἐστίν ; 20.2 περὶ τὰ μόρια , cf. 1.31 ap. . 7.19.5
2). movement in the same direction, opp. ἀντικίνησις, Corp.Herm. 2.6 .