Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
συγκλασμός
συγκλάω
συγκλείς
σύγκλεισις
View word page
συγκίνημα
συγκῑ/ν-ημα, ατος, τό,
A). commotion, S.E. M. 9.170 (but f.l. for κίνημα ).


ShortDef

commotion

Debugging

Headword:
συγκίνημα
Headword (normalized):
συγκίνημα
Headword (normalized/stripped):
συγκινημα
IDX:
97791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκῑ/ν-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">commotion</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:9:170" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:9.170/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 9.170 </a> (but f.l. for <span class="ref greek">κίνημα</span> ).</div> </div><br><br>'}