Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
View word page
συγκηρέω
συγκηρέω, inf. -εῖν,
A). f.l. for συγκυρεῖν or for συγκηροῦν (deslroy) in Cat.Cod.Astr. 8(3).119 .


ShortDef

deslroy

Debugging

Headword:
συγκηρέω
Headword (normalized):
συγκηρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκηρεω
IDX:
97787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97788
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκηρέω</span>, inf. <span class="foreign greek">-εῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">συγκυρεῖν</span> or for <span class="foreign greek">συγκηροῦν</span> (<span class="tr" style="font-weight: bold;">deslroy</span>) in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(3).119 </span>.</div> </div><br><br>'}