Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
View word page
συγκερκίζω
συγκερκίζω,
A). weave together, Pl. Plt. 310e .


ShortDef

weave together

Debugging

Headword:
συγκερκίζω
Headword (normalized):
συγκερκίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκερκιζω
IDX:
97778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97779
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκερκίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weave together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg008.perseus-grc1:310e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg008.perseus-grc1:310e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Plt.</span> 310e </a>.</div> </div><br><br>'}