Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
View word page
συγκεράω
συγκεράω,
A). v. συγκεράννυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκεράω
Headword (normalized):
συγκεράω
Headword (normalized/stripped):
συγκεραω
IDX:
97777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκεράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συγκεράννυμι</span> .</div> </div><br><br>'}