Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
View word page
συγκερατίζομαι
συγκερᾱτίζομαι,
A). fight with the horns, LXX Da. 11.40 .


ShortDef

fight with the horns

Debugging

Headword:
συγκερατίζομαι
Headword (normalized):
συγκερατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκερατιζομαι
IDX:
97775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97776
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκερᾱτίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fight with the horns</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg056:11:40" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg056:11.40/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Da.</span> 11.40 </a>.</div> </div><br><br>'}