Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
View word page
συγκεραστός
συγκερ-αστός, , όν,
A). tempered by mixing; τὸ ς. a mixed drink, aqua calda, ib.


ShortDef

tempered by mixing

Debugging

Headword:
συγκεραστός
Headword (normalized):
συγκεραστός
Headword (normalized/stripped):
συγκεραστος
IDX:
97774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκερ-αστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tempered by mixing</span>; <span class="foreign greek">τὸ ς</span>. <span class="tr" style="font-weight: bold;">a mixed drink, aqua calda</span>, ib.</div> </div><br><br>'}