Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
View word page
συγκερασμός
συγκερ-ασμός, ,
A). mixing, tempering, Gloss.


ShortDef

mixing, tempering

Debugging

Headword:
συγκερασμός
Headword (normalized):
συγκερασμός
Headword (normalized/stripped):
συγκερασμος
IDX:
97773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97774
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκερ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixing, tempering,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}