Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκεράω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
View word page
συγκεντρογραφέω
συγκεντρογρᾰφέω
, dub. sens. in aor. Pass.,
A).
ἐὰν -γραφηθῇ
Cat. Cod.Astr.
8(1).174
(
συνκετρο-
codd.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συγκεντρογραφέω
Headword (normalized):
συγκεντρογραφέω
Headword (normalized/stripped):
συγκεντρογραφεω
IDX:
97770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97771
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκεντρογρᾰφέω</span>, dub. sens. in aor. Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἐὰν -γραφηθῇ</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Cat. Cod.Astr.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:8(1).174" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:8(1).174/canonical-url/"> 8(1).174 </a> (<span class="foreign greek">συνκετρο-</span> codd.).</div> </div><br><br>'}