Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
View word page
συγκελλάριος
συγκελλάριος
,
ὁ
,
A).
contubernalis
, of gladiators,
IGRom.
3.541
(Telmessus).
ShortDef
contubernalis
Debugging
Headword:
συγκελλάριος
Headword (normalized):
συγκελλάριος
Headword (normalized/stripped):
συγκελλαριος
IDX:
97766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97767
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκελλάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contubernalis</span>, of gladiators, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.541 </span> (Telmessus).</div> </div><br><br>'}