Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
View word page
συγκεκροτημένως
συγκεκροτημένως, Adv. of συγκροτέω,
A). in a finished way, Luc. Merc. Cond. 35 .


ShortDef

in a finished way

Debugging

Headword:
συγκεκροτημένως
Headword (normalized):
συγκεκροτημένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεκροτημενως
IDX:
97764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97765
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκεκροτημένως</span>, Adv. of <span class="foreign greek">συγκροτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a finished way</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Merc. Cond.</span> 35 </span>.</div> </div><br><br>'}