Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
View word page
συγκεκραμένως
συγκεκραμένως, = Lat.
A). attemperate, Gloss.


ShortDef

attemperate

Debugging

Headword:
συγκεκραμένως
Headword (normalized):
συγκεκραμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεκραμενως
IDX:
97763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97764
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκεκραμένως</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attemperate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}