Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
View word page
συγκεκομμένως
συγκεκομμένως, Adv. of συγκόπτω,
A). concisely, AB 751 .


ShortDef

concisely

Debugging

Headword:
συγκεκομμένως
Headword (normalized):
συγκεκομμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεκομμενως
IDX:
97762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκεκομμένως</span>, Adv. of <span class="foreign greek">συγκόπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concisely,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 751 </span>.</div> </div><br><br>'}