Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκεντρογραφέω
συγκέντρωσις
View word page
συγκειμένως
συγκειμένως, Adv.
A). continuously, without interval, Eust. 1634.54 .


ShortDef

continuously, without interval

Debugging

Headword:
συγκειμένως
Headword (normalized):
συγκειμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκειμενως
IDX:
97761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκειμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">continuously, without interval</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1634:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1634.54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1634.54 </a>.</div> </div><br><br>'}