Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
View word page
συγκέας
συγκέας,
A). v. συγκαίω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκέας
Headword (normalized):
συγκέας
Headword (normalized/stripped):
συγκεας
IDX:
97759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκέας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συγκαίω</span> .</div> </div><br><br>'}