Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
συγκαχρύω
συγκέας
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
View word page
συγκαχρύω
συγκαχρύω, aor. inf. συγκαχρῦσαι, prob. cj. in Hsch. for συγκαγχρῆσαι· συγχέαι, συμφῦραι, συφρύξαι, and in Phot. for συγκαρύγαι· συνταράξαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαχρύω
Headword (normalized):
συγκαχρύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαχρυω
IDX:
97758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκαχρύω</span>, aor. inf. <span class="foreign greek">συγκαχρῦσαι</span>, prob. cj. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> for <span class="foreign greek">συγκαγχρῆσαι· συγχέαι, συμφῦραι, συφρύξαι</span>, and in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> for <span class="foreign greek">συγκαρύγαι· συνταράξαι</span>.</div><br><br>'}