Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
View word page
συγκατηρεφής
συγκατηρεφής, ές,
A). quite covered, Lyc. 1280 .


ShortDef

quite covered

Debugging

Headword:
συγκατηρεφής
Headword (normalized):
συγκατηρεφής
Headword (normalized/stripped):
συγκατηρεφης
IDX:
97747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατηρεφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">quite covered</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1280 </span>.</div> </div><br><br>'}