Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
View word page
συγκατευθύνω
συγκατ-ευθύνω,
A). help to direct, γνώμην ἐφ’ ὃ δεῖ Plu. 2.778f , cf. 446b .


ShortDef

help to direct

Debugging

Headword:
συγκατευθύνω
Headword (normalized):
συγκατευθύνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατευθυνω
IDX:
97741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-ευθύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to direct</span>, <span class="quote greek">γνώμην ἐφ’ ὃ δεῖ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.778f </span> , cf. <span class="bibl"> 446b </span>.</div> </div><br><br>'}