Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
View word page
συγκατεπείγω
συγκατ-επείγω,
A). hasten together, Eust. 682.61 ( Pass.).


ShortDef

hasten together

Debugging

Headword:
συγκατεπείγω
Headword (normalized):
συγκατεπείγω
Headword (normalized/stripped):
συγκατεπειγω
IDX:
97737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-επείγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hasten together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:682:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:682.61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 682.61 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}